- νουνεχόντως
- νουνεχόντως (Α)επίρρ. συνετά, με φρόνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω τής μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου *νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε -όντως (πρβλ. προ-εχόντως, υπερ-εχόντως)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νουνεχόντως — sensibly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοαρέως — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως» 2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον με μεγαλύτερη περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. τού νοηρός + επιρρμ. κατάλ. έως] … Dictionary of Greek